- λιπάρει
- λῑπάρει , λιπαρέωpersistpres imperat act 2nd sg (attic epic)λῑπάρει , λιπαρέωpersistimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιπαρεῖ — λῑπαρεῖ , λιπαρέω persist pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) λῑπαρεῖ , λιπαρέω persist pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) λῑπαρεῖ , λιπαρής persisting masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) λῑπαρεῖ , λιπαρής persisting … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προΐστημι — ΝΜΑ [ἵστημι] μέσ. προΐσταμαι είμαι επικεφαλής, αρχηγεύω (α. «προΐσταται στις ανασκαφές» β. «οὗτοι γὰρ μάλιστα προειστήκεισαν τῆς μεταβολῆς», Θουκ.) νεοελλ. α) (η μτχ. αρσ. και θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ο προϊστάμενος, η προϊσταμένη ο επικεφαλής,… … Dictionary of Greek